ἀκατάκριτος — uncondemned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατάκριτος — η, ο αυτός που δεν κατακρίθηκε, δεν κατηγορήθηκε: Για τις ενέργειές του αυτές έμεινε ακατάκριτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκατακρίτως — ἀκατάκριτος uncondemned adverbial ἀκατάκριτος uncondemned masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάκριτον — ἀκατάκριτος uncondemned masc/fem acc sg ἀκατάκριτος uncondemned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατακρίτους — ἀκατάκριτος uncondemned masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατακρίτων — ἀκατάκριτος uncondemned masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάκριτα — ἀκατάκριτος uncondemned neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάκριτοι — ἀκατάκριτος uncondemned masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερωτοακατάκριτος — ἐρωτοακατάκριτος, η, ον (Μ) αυτός που δεν τόν έχει βασανίσει ο έρωτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + ακατάκριτος] … Dictionary of Greek
ԱՆԴԱՏԱՊԱՐՏ — (ի, ից.) NBH 1 0131 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 13c ա. ἁκατάκριτος indemnis, irreprehensibilis Զոր չէ օրէն դատապարտել. անպարտ. անմեղ. եւ անստգիւտ. անպարսաւ. անարատ. ... *Զանդատապարտսն իբրեւ զդատապարտ վարեալք. Յհ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)